Εὐκλείδου

Εὐκλείδου
Εὐκλείδης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Benjamin de Lesbos — (en grec : Βενιαμίν Λέσβιος; Plomari, île de Lesbos, 1759 ou 1762 – Nauplie, 1824), de son vrai nom Basile Georgandis, est un moine et érudit grec, membre de la Filikí Etería, ayant joué un rôle politique durant la guerre d indépendance… …   Wikipédia en Français

  • Вениамин Лесбосский — греч. Βενιαμίν Λέσβιος Род деятельности: математик Дата рождения …   Википедия

  • NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευκλείδειος — ο, θηλ. και ευκλείδεια [Ευκλείδης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεγάλο γεωμέτρη τής αρχαίας Ελλάδας Ευκλείδη («ευκλείδεια γεωμετρία» η γεωμετρία που καταρτίστηκε σύμφωνα με το σύστημα το οποίο καθιερώθηκε από τον Ευκλείδη) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ψευδάριον — τὸ, Α 1. ψεύδος, απάτη 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ψευδάρια τίτλος έργου τού Ευκλείδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”